σηράγγιον

σηράγγιον
σηράγγ-ιον, τό, Dim. of σῆραγξ, a place in the Piraeus, where was a bath, Ar.Fr.122, Lys.Fr.17 S., Is.6.33, Alciphr.3.43.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σηράγγιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηράγγιον — τὸ, Α [σῆραγξ, αγγος] υποκορ. ονομασία σπηλαίου στον Πειραιά, όπου υπήρχε βαλανείο …   Dictionary of Greek

  • σηραγγίῳ — σηράγγιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σήραγγος — Με το όνομα αυτό αναφέρεται μυθολογικός ήρωας στον αρχαίο Πειραιά, ο οποίος κατοικούσε σε φυσικό άνοιγμα σαν σπηλιά, στην περιοχή της Μουνιχίας (Σηράγγιον). Ο Σ. σχετίζεται με κάποια δύναμη, η οποία παρουσιαζόταν σε διάφορα μέρη και έπαιρνε το… …   Dictionary of Greek

  • Μούνιχος — Ήρωας, επώνυμος του λιμανιού της Μουνιχίας, ενός από τα στρατιωτικά λιμάνια του Πειραιά. Ήταν γιος του Παντακλή ή Πεντευκλή. Σύμφωνα με μια εκδοχή, όταν οι Θράκες τον έδιωξαν από τον Ορχομενό, πήγε με τους οπαδούς του Μινύες και εγκαταστάθηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”